εἰσέδυσα

εἰσέδυσα
εἰσέδῡσα , εἰσ-δύω 1
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εισδύω — εισέδυσα, αμτβ. 1. εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι: Τα νερά εισδύουν στον τοίχο. 2. μπαίνω κάπου κρυφά, τρυπώνω: Ο λωποδύτης κατόρθωσε να εισδύσει στην κρεβατοκάμαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισδύω — εισδύω, εισέδυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”